Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Άτιτλο 1

Δυο κοφτές εισπνοές. 
Μια εκπνοή. 
Όταν νιώθεις βάρος. 

Ετσι κάνεις και όταν φιλάς. 
Με μικρές εφόδους της γλώσσας. 
Επίθεση και οπισθοχώρηση. 
Σα να μετανιώνεις. 

Βλέπεις,
Όταν εχεις φάει πολλα χαστούκια
Φοβάσαι και το φιλί. 

Κι είναι αυτή η φυγή της γλώσσας
Που κάνει τη διαφορά. 
Διελκυστίνδα υγρών πόρων. 

Ίσως όταν ανασαίνεις κοφτά
Να φιλάς τους δαίμονες σου. 

Για να σε ερωτευτούν και αυτοί. 


Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Ένας Νικόλας, άσιμος κατ'όνομα.



Τώρα ξέρω ότι ξέρεις. Κι, ότι ξέρεις είναι ιδιαίτερο. Είναι δικό σου. Δεν σε φοβάμαι πια. Αυτή τη νύχτα μ’ έχεις ξεπεράσει. Δεν έχει σημασία που σ’ αγαπάω. Δεν έχει σημασία που σου δόθηκα πρώτος εγώ. Δεν έχει σημασία που δεν μπορώ να πάω μ’ άλλη γυναίκα πια. Δεν έχει σημασία τίποτα.
Με βοήθησες πολύ χωρίς να το ξέρεις. Και δεν το’ ξέρα κι εγώ.
Αυτό σίγουρα δεν το’ χω ξαναζήσει. Ή, αν το έζησα, δεν το θυμάμαι.
Κι ήσουνα δίπλα. 
Χαίρομαι που είσαι έτσι. Χαίρομαι που δεν έπεσα έξω. Ξαναβρίσκω τις δυνάμεις μου.
Σ’ ευχαριστώ. Νιώθω σαν να έχω συνδέσει τη μοίρα μου μαζί σου.
Γράφω αργά, σταθερά, απλοϊκά. Δε γράφω σαν κι εσένα με κομμένη την ανάσα. Τα γραφτά σου είναι στρόβιλος. Όπως στρόβιλος κι εσύ στο στρόβιλο.
Ίσως να’ χεις μεγαλύτερη δύναμη. Ίσως να σ’ έχω αδικήσει, όπως είχες πει.
Εγώ έχω κόψει τους δεσμούς μου με τα πράγματα. Με τους ανθρώπους πράγματα. Με τα γύρω που με κόβουν. Χρειάστηκα δύναμη πολλή γι’ αυτό. Γράφω αργά, σταθερά, απλοϊκά. Μπορώ και αντέχω. Αλλά εγώ σαν κινηθώ πραγματικά, εγώ γκρεμίζω. Γίνομαι στρόβιλος και εγώ. Με κομμένη την ανάσα εγώ δρω. Εγώ τα αλλάζω τα πράγματα.
Εσύ δεν έχεις κόψει. Δεν τα αλλάζεις τα πράγματα, είσαι μέσα σ’ αυτά. Αλλά σε ξέρω καλά. Είσαι πολύ μακριά από όλα τούτα. Πρέπει να χρειάστηκες πολλή δύναμη για να το κάνεις ίσως περισσότερη από μένα. Μπορείς και αντέχεις. Εσύ διάλεξες ετσί. Διάλεξες να σκίζεσαι. Σπας τον εαυτό σου χίλια κομμάτια. Δεν τα αλλάζεις τα πράγματα, αφήνεις να σε αλλάζουν. Εσύ είσαι άλλο πράγμα, διαφορετικό. Και δεν σε καταπίνουν. Γιατί περπάτησες κι εσύ στο τεντωμένο το σκοινί επάνω. Παίζεις την ψυχή σου στο δικό σου τριπ. Ίσως να την παίζεις από μένανε διαφορετικά. Αλλά πάντως την παίζεις. Όμως για να το καταλάβω χρειάστηκε να ξαναρχίσω να γράφω και εγώ. Και να διαβάσω μερικά απ’ τα γραπτά σου. Με κομμένη την ανάσα…
Γι’ αυτό και τα γραφτά χρειάζονται κι αυτά καμιά φορά. Για να καταλαβαινόμαστε αναμετάξυ μας. Γιατί τύπωνες την ανάσα στο χαρτί καμιά φορά κι όχι στην ομιλία.
Και φεύγει και το προσωπείο της λεκτικής μας επαφής.
Γι’ αυτό μη σκίζεις πάντα τα χαρτιά σου αν και θέλει δύναμη γι’ αυτό.
Γιατί για κάποιον που σε ξέρει και χωρίς αυτά, όχι για κάποιον τρίτο, είσαι η ίδια συ μες στο χαρτί. Για κάποιον που σε ξέρει και μπορεί να δει, κι έχει τη δύναμη να το παραδεχτεί. Γιατί συχνά με πιάνεις και πιανόμαστε^ σε πιάνω και πιανόμαστε. Μονάχα σαν σωπαίνουμε και όχι σαν μιλάμε. Σαν είναι άδειο το μυαλό μας και σου ξεβιδωθούν τα μάτια. Αλλά Δε συμβαίνει κάθε μέρα τούτο. Ίσως κάποτε συμβεί. Αλλά ακόμα είμαστε εκεί και τα γραφτά χρειάζονται και αυτά.
Και ας τα γραφτά μας είναι διαφορετικά. Αλλά χρειάζονται διά το μεταξύ μας.
Για μένα που με ξέρεις. Για σένα που σε ξέρω.
Ανάποδα το γράφω απ’ ό, τι το είπα πριν. Για κάποιον τρίτο τα χαρτιά δεν χρειάζονται καθόλου.
Πάντως παρατήρησα κι αυτό. Στα γραφτά σου το τολμάς και ακουμπάς τα πάντα.
Μα εμένα δεν τολμάς να μ’ ακουμπήσεις.
Πάντως εγώ το τολμώ και σ’ ακουμπώ. Δεν ξέρω πιο είναι το καλύτερο ή αν είναι το ίδιο ακριβώς. Ή αν υπάρχει το καλύτερο.
Τώρα είναι έτσι.
Αρκούμαι σ’ αυτό.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Μέχρι

Επανέλαβα τη διαδρομή. 
Ανάποδα. 
Οδηγός μου τα βήματα μας
Χαραγμένα στη μνήμη μου.
Όπως καθετί δικό σου. 

Έμεινα ακίνητος να μας κοιτάζω
Απο μακρυά. 
Ακουμπούσες στον τοίχο 
Και μιλούσες στο τηλέφωνο. 

Το χέρι σου καποια στιγμή 
Αγκίστρωσε το βλέμμα μου
Και το οδήγησε στη φωτισμένη βιτρίνα. 

Προσπάθησα να καταλάβω τι μου έδειχνες. 
Εμάς έδειχνες. 
Επίχρυσους. 
Με ενωμένα χέρια που κρατιόνταν ψηλά. 
Όπως ταιριάζει σε νικητές. 
Πάνω σε μια κούνια. 
Κάτω από ενα φεγγάρι μισό. 

Σημειώνω. 
Λάθος πρώτο: 
Χαμένη αγκαλιά. 
Έπρεπε να σε σφίξω
Εκείνη τη στιγμή. 

Λαθος δευτερο:
Χαμένο φιλί. 
Πάσα αγκαλιά συνοδεύεται. 
απαραιτήτως 
Από φιλί. 
Όχι από εκείνα τα λειψά. 
Τα τυπικά. 
Από τα άλλα. 
Τα παθιασμένα. 
Που με την υγρασία τους στερεώνουν
Χώμα, πέτρες και όστρακα. 
Και φτιάχνουν ισθμούς που ενώνουν κορμιά. 

Λάθος τρίτο:
Δικό σου, αυτή τη φορά. 
Συνεχές. 
Κάνεις λάθος πάντα 
στην κλητική αρσενικού.
Θα σου ψιθυρίζω το σωστό. 
Θα σου γράφω σκονάκια
Που θα σκίζω από το δέρμα μου. 
Μέχρι να μείνει μόνο η ψυχή μου. 
Μέχρι να το μάθεις.

 




Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ένα μπλουζ κόκκινο.


Ένα παράθυρο. Φωτισμένο. Σιδερόφραχτο. 
Άψυχο.
Κάθε παράθυρο που δεν πλαισιώνει μια φιγούρα 
είναι άψυχο. 

Μια πόρτα. Σάπια. Κλειστή. 
Δεν εχει όνομα πάνω.
Μόνο μια γυμνή λάμπα να τη φωτίζει. 
Ό,τι συμβαίνει πίσω της, θέλει σκοτάδι. 

Ο Νίκος βγήκε στο παράθυρο. 
Λουσμένος στο φως από πίσω του. 
Του έδωσε ζωή. Μας έδωσε ζωή. 
Αυτός, ο αποστεωμένος. 
Που η δική του ζωή φεύγει σιγά-σιγά. 

Σήκωσε απλά το χέρι ψηλά. 
Με τη γροθιά κλειστή. Γελαστός. 
Μα όχι γελασμένος. 
Φώτισε τη σαπίλα. 
Και τον μικροαστικό μας εαυτό. 

Κι η Κατερίνα. 
Άνοιξε την πόρτα. 
Κατηγορήθηκε για τα δικά μας κρίματα. 
Ήταν "το μικρόβιο που μόλυνε τον αξιοσέβαστο
Έλληνα άντρα". 

Πέρασε τα τελευταία δυο χρόνια στις ουρές
Του ΟΚΑΝΑ.
Καθαρή, χαμογελαστή. 
Αλλά δεν ξέφυγε έτσι. 

Σημερα πέταξε ψηλά. 
Οι πουτάνες, βλέπεις, 
έχουν αξιοπρέπεια. 

Τους γνώρισα και τους δυο
Κρεμασμένους στα τσιγκέλια
Του σφαγείου που μας έκλεισαν. 
Είδα τις φωτογραφίες τους. 
Ο ένας δαρμένος. Αλλά με βλέμμα γερακιού. 
Η άλλη, ντροπιασμένη.
Αλλά αξιοπρεπής. 
Ύστατη προσπάθεια να μας αφυπνίσουν.
Αυτά τα δυο βλέμματα. 

Νίκο, Κατερίνα. Αυτό το μπλουζ είναι για εσάς. 



Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Κιγκλίδωμα

Στέκομαι γερμένη σε μια γωνία.
Προσπαθώ να ξεκουράσω τα τσακισμένα μου σίδερα. 

Σαν απόκληρος σακάτης
Ζητιανεύω λίγα ψίχουλα.
Μνήμης.
Ουσιαστικής μνήμης.

Τους βλέπω κάθε χρόνο τέτοια ημέρα.
Μαζεύονται το χάραμα.
Στήνουν τα τραπεζάκια τους
Τα πανό. 
Γράφουν τα συνθήματα τους. 

Προσπαθούν να κλέψουν λίγο από το πάθος εκείνων των παιδιών. 
Που χθες για μένα, μερικές δεκαετίες πριν για αυτούς 
Γατζώθηκαν γερά στον σιδερένιο σκελετό μου.
Άνοιξαν την ψυχή τους και φώναξαν.
Τρεις μόνο λέξεις.

Τα παιδιά του σήμερα
Τις κλέβουν.
Τις αναλύουν. 
Ποιος έφταιξε.
Ποιος δεν έφταιξε.
Τι ήταν όλο αυτό.

Ύστερα έρχεται ο κόσμος.
Με πνίγει στα γαρύφαλλα. 
Άλλος για να ξεχάσει. 
Άλλος για να θυμηθεί.
Και άλλος για να εξιλεώσει τις τύψεις του
Που τότε δεν ήταν εκεί.

Μην ψάχνετε άλλου για να μάθετε. 
Εγώ θα σας πω.
Εγώ που τα μεταλλικά μου κόκκαλα
Πονάνε κάθε Νοέμβρη.
Γιατί νιώθω να τα σφίγγουν πάλι εκείνα τα χέρια.

Κι όταν η γιορτή τελειώσει
Επιστρέφω στην ανωνυμία μου. 
Τα λουλούδια ξεψυχούν πάνω μου
Μέχρι να έρθει ο καθαριστής να μαζέψει τα κουφάρια μου.

Και γυρνώ στη μόνη μου συντροφιά.
Ένα κεφάλι. 
Γερμένο στο πλάι και αυτό.
Φτιαγμένο από το υλικό μου. 

Κάνουμε τον απολογισμό μας:
"Ευτυχώς, ηττηθήκαμε και αυτόν τον Νοέμβρη, σύντροφε".

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Κεραμέων τόπος.

Τα ακρωτήρια των δαχτύλων σου
Ψηλάφιζαν τους λίθους. 
Περιέτρεχαν κάθε γράμμα 
Των αρχαίων λέξεων. 
Και ήταν σα να τα χάραζαν
Εκείνη τη στιγμή. 

Τότε σε πρωτοείδα. 
Αλλά ήξερα πως σε έλεγαν. 
Ευρυδίκη. 

Είχες ανεβεί από τα βάθη του σκοταδιού. 
Γιατί εσύ
Δεν κοίταξες πίσω σου. 

Κι η ειρωνεία:
Ήμασταν στη χώρα των νεκρών. 
Μας κοιτούσαν πετρωμένοι. 
Μας μιλούσαν με τα ονόματα 
Που χάραζες. 

Κράτησες το μαύρο όστρακο. 
Το έσφιξες για να θυμηθείς
Από που ξεκίνησες. 
Και το άφησες ευλαβικά στη σχισμή. 
Σα να του ψιθύρισες:
"Δε σε ξεχνώ. 
Αλλά δεν έχεις χώρο πια". 

Φεύγοντας
Έντυσες ό,τι άγγιξες
Με ένα επίχρισμα θεότητας. 


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Αριάδνη

Πυρωμένα ακροδάχτυλα 
Αχνίζουν περασμένους πόθους. 

Τα κρατώ στα γόνατα. 
Ανάποδα. 

Αν με ακουμπήσω
Θα καώ

Σε περιμένω
Να έρθεις. 
Να τα σφυρηλατησεις. 
Στο αμόνι της κοιλιάς σου.

Εκεί, 
Λίγο πιο πάνω από τον αφαλό 
Να τρέξει το λιωμένο μέταλλο 
Και να πληρώσει τη μικρή οπή. 

Ο ατμός γεμίζει το δωμάτιο.
Μια ομίχλη που αντί να κρύβει
Καταυγάζει.

Θολώνει τα τζάμια.
Θα πρέπει να είναι αστυνομικός
Της σήμανσης.

Γιατί αποκαλύπτει παλιά αποτύπωματα στο γυαλί.

Τέσσερις γυάλινες παλάμες. 
Δυο ζευγάρια.

Τις κολλήσαμε εκεί
Κάποια νύχτα
Ορυμαγδού
Ιδρώτα 
Και θερμασμένου δέρματος. 

Θυμάμαι είχα χωθεί στα μαλλιά σου
Εισέπνεα τον άνεμο σου.
Σε μικρές,
Κοφτές δόσεις.
Για να ελαττωθεί
Η τοξικότητα. 

Μετά
Ξάπλωσαμε στο ξύλινο πάτωμα.
Το χάραζες ανέμελα 
Με το χέρι σου. 

Τώρα ξέρω πως προσπαθούσες
Να σκάψεις ένα λαγούμι 
Για να δραπετεύσεις. 

Φεύγοντας
Άφησες πίσω σου ένα μισοξετυλιγμένο κουβάρι
Στο είχε δώσει κάποτε μια Αριάδνη
Γιατί ο Θησέας της δεν το ήθελε. 

Το κρατώ ακόμη. 
Έτσι όπως ήταν. 
Δεν το ξετύλιξα. 
Περιμένω να βρω το μαχαίρι
Για να το κόψω. 

Κάθε βράδυ
Μου λύπης. 
Ναι, καλά διάβασες.
"Λύπης"

Για αυτές τις ανορθογραφίες
Ζούμε
Αναπνέουμε 
Και φεύγουμε.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Διπλή Όψη

Αποκλεισμένος.
Γύρω μου τσιμεντένιες ακτές
Και ασφάλτινη θάλασσα.

Ψηλά, σιδερένια δέντρα
Με ένα ασθενικό φως.
Κίτρινο.
Δεκάδες μικροί, πεθαμένοι ήλιοι.
Που δε σε αφήνουν να ησυχάσεις.

Βοή από κύματα μηχανών
Με προσπερνούν αδιάφορα.
Τρέχουν.
Να προλάβουν.
Τι;

Τις άδειες τους ζωές.
Να γεμίσουν τις ψυχές τους
Με είδωλα.

Κι εγώ εκεί.
Ναυαγισμένος στη νησίδα του δρόμου.

Ανασκάπτω μέσα από τόνους ήχου, καπνού.
Και ραγισμένες πλάκες.

Μόνο συρματόπλεγμα βρίσκω.
Σκουριασμένα μέταλλα.
Και λιωμένο πλαστικό.

Στον τοίχο απέναντι
Κάποιος ψάχνει τη ζωή.
Με κεφαλαίο ή μικρό;
(Τα δεδομένα έγιναν ζητούμενα, σκέφτομαι).

Κοιτώ τη μπογιά και τις λέξεις.
Σαν ένα μπουκάλι με ένα χάρτινο μήνυμα, φτάνει στις ακτές του νησιού μου.

Συνεχίζω να σκάβω.
Ψάχνω την παραλία που κάποτε, κάποιοι, κάπου
Είπαν πως υπάρχει κάτω από την άσφαλτο.

Δεν την βρίσκω.
Βρήκα μόνο ένα πρόσωπο.
Με μικρά, στρογγυλά γυαλάκια.
"Ζεις πιο εύκολα με τα μάτια κλειστά", μου λέει.

Η φωνή του είναι τραχιά.
Σκίζεται από ήχο πολυπαιγμένου βινυλίου.

Μου λέει κάτι για παντοτινά χωράφια με φράουλες.
Τον παραμερίζω.
Δε γουστάρω ουτοπίες.

Σηκώνω το βλέμμα.
Ξανακοιτώ το μήνυμα στον τοίχο.
Επιλέγω να ζω με τα μάτια ανοιχτά.
Και βουρκωμένα.

Καθώς οι εικόνες διαθλώνται στο δάκρυ,
Ο κόσμος μοιάζει ομορφότερος.

Όσο κάποιος θα ψάχνει τη ζωή
(Με κεφαλαίο ή μικρό, λίγη σημασία έχει)
Θα παίζουμε ακόμη στην παράταση.
Για τη συνέχεια της Ανθρωπιάς μας.

Γυρνώ πάλι και κοιτώ το πρόσωπο με τα στρογγυλά γυαλάκια.
Του μιλώ στη γλώσσα του:
"Well, John.
You may say I'm a dreamer.
But I'm not the only one".

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Θυμέλη



Θα σταθώ.
Στη μέση
της ορχήστρας.
Θα απεκδυθώ των ενδυμάτων του ρόλου
Θα ακουμπήσω τη μάσκα στη θυμέλη.
Θυσία στον Διόνυσο,
θεό των παθών και της αλήθειας μου.

Θα απαγγείλω λόγια τραγικά.
Όχι των μεγάλων τραγικών.
Αλλά του εντός μου δράματος.
Μόνος θεατής μου,
Εγώ.

Και εσύ.
Καθισμένη στα πέτρινα έδρανα.
Γδυτή με τη δική σου αλήθεια.
Θα σε κοιτάξω επίμονα
Εκεί που ο κύκλος του θεάτρου
διασπάται σε δύο μικρότερους.
Εκεί που παίζεται αιώνια το δράμα και η κωμωδία της ζωής.
Στα μάτια σου.

Θα αφήσω πρώτα τη σιωπή
να επιβληθεί.
Κι ύστερα,
θα φωνάξω.
Τη μια μόνη λέξη.

Κι εσύ θα εξαϋλωθείς.
Θα χωθείς στις αρχαίες ρωγμές.
Και θα είσαι παντού.
Είσαι παντού.

Θα γίνεις η κάθαρση που ψάχνεις και δεν έρχεται.
Ούτως ή άλλως δε με ενδιαφέρει η γήινη σου μορφή.
Αυτό που υπηρετώ είναι η ιδέα σου.

Και εκεί,
στο κέντρο του θεάτρου,
θα αφήσω τη ζωή μου να πετάξει.


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ενός Τσιγάρου Φυγή

"Κάνουμε ένα τσιγάρο και πάμε";
Μια από αυτές τις καθημερινές φράσεις.
Ένας από τους κώδικες.

Το σύνθημα ότι άλλη μια συνάντηση τελειώνει.
Μπαίνει στο κουτί των αναμνήσεων.
Και μόλις σβήσει το τσιγάρο, το κουτί σφραγίζεται.

Σήμερα όμως ήταν αλλιώς.
Η φράση άλλαξε.
"Κάνω ένα τσιγάρο και θα φύγω", είπες.

Έμοιαζε να ταιριάζει περισσότερο.
Η πρέπουσα περίληψη.
Πάντα εσύ ήσουν αυτή που έφευγε.
Και εγώ αυτός που μένει.

Χαθήκαμε στις λέξεις.
Όχι στη μετάφραση.
Στην κυριολεξία τους.

Έφευγαν από τα χείλη μας κατά ριπάς.
Συναντιόντουσαν στον αέρα
και πολεμούσαν.
Το αποτέλεσμα της μάχης;
Πάντα αμφίρροπο.

Δε ξέρω να σου πω
εάν οι λέξεις έχουν τη δύναμη να εκφράσουν
την ουσία των πραγμάτων.
Τα αφήνω για τους φιλοσόφους αυτά.

Ξέρω όμως,
πως υπήρξαν κάποιες στιγμές
που τα στόματά μας
δούλευαν υπερωρίες.
Απλήρωτες.

Εκείνες τις στιγμές,
οι λέξεις περίσσευαν.

Ας μείνουμε όμως σε αυτές.
Με μια μικρή διόρθωση.
Μια ελάχιστη, χειρουργική ανάταξη.
Έτσι, για αλλαγή.

Αυτή τη φορά,
"Κάνεις ένα τσιγάρο..."
Και φεύγω.

Τω Αγνώστω Χ

Κρύβομαι. Μέσα στο παιδικό μου καταφύγιο. Κάτω από μαξιλάρια και σκεπάσματα. Το έφτιαξα όταν έφυγες. Μια ύστατη προσπάθεια να σε βρω. Ψάχνω τις αναμνήσεις μου από σένα: Μια τραχιά υφή από σκληρά γένια. Και πάνινες σημαίες. Μόνο αυτό μου άφησες.
Τη φωνή σου δεν την ήξερα. Την όψη σου μόνο από κάτι θολές φωτογραφίες.  

Και ένα επώνυμο. Που με ακολουθούσε παντού. Το άκουγα στο σχολείο. Στο πανεπιστήμιο. Αλλά δεν ταίριαζε με τη ζωή μου. Δεν ήμουν εγώ. Κενό. Άηχο. Απλά γράμματα σε σειρά. Αυτό το άγνωστο «Χ» στην αρχή.   

Και το κενό να μεγαλώνει. Το «Χ» να γίνεται αργά, αλλά σταθερά, ένας σταυρός. Που κάρφωνα τον εαυτό μου. Κάθε φορά που έβλεπα πατεράδες με τους γιούς τους. Να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι καλά. Πως δε με νοιάζει.  

Έπειτα, σε είδα. Καθώς πλησίαζες, έβλεπα τον εαυτό μου να έρχεται να με βρει. Στάθηκες δίπλα μου στην κολώνα. Έτρεμα. Δεν τολμούσα να σε κοιτάξω. Και έφυγες. Έψαξα και σε βρήκα. Δε μπορούσα να υποκρίνομαι άλλο. Και αυτή τη φορά, έμεινες. Όπως ήθελες εσύ, όμως. Δεν προσπάθησες. Για μια ακόμη φορά, μόνο εγώ. Πάντα εγώ. Πάντα μόνος. 

Τελικά, δεν είναι τυχαίο αυτό το γράμμα στην αρχή. Και αν έγινε πάλι από σταυρός, «Χ», τι σημασία έχει; Άγνωστο θα παραμείνει. Μια ακόμη άλυτη εξίσωση. Σαν και αυτές που σιχαινόμουν στα μαθηματικά.

Εμφύλιος

Θα έγραφα.
Για να απαντήσω ποιητικά.

Κι όμως,
Οι λέξεις δε βγαίνουν.

Αρνούνται να καταγραφούν.
Στάζουν αίμα.

Από το μαχαίρι των στίχων σου.
Ένας μικρός λεκτικός εμφύλιος.

Η απάντησή μου ήταν
Μια βόλτα στη βροχή.

Όσο οι τραυματιοφορείς
Θα περιθάλπτουν
Ένα κομμένο άλφα.
Ένα θνήσκον ήττα.

Εγώ θα συνεχίζω να περπατώ.
Καταγράφοντας το προσκλητήριο των νεκρών.

Μπορεί αυτό να είναι η κάθαρση τελικά:
Η ανακομιδή των λέξεων από το πεδίο της μάχης.