Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Θυμέλη



Θα σταθώ.
Στη μέση
της ορχήστρας.
Θα απεκδυθώ των ενδυμάτων του ρόλου
Θα ακουμπήσω τη μάσκα στη θυμέλη.
Θυσία στον Διόνυσο,
θεό των παθών και της αλήθειας μου.

Θα απαγγείλω λόγια τραγικά.
Όχι των μεγάλων τραγικών.
Αλλά του εντός μου δράματος.
Μόνος θεατής μου,
Εγώ.

Και εσύ.
Καθισμένη στα πέτρινα έδρανα.
Γδυτή με τη δική σου αλήθεια.
Θα σε κοιτάξω επίμονα
Εκεί που ο κύκλος του θεάτρου
διασπάται σε δύο μικρότερους.
Εκεί που παίζεται αιώνια το δράμα και η κωμωδία της ζωής.
Στα μάτια σου.

Θα αφήσω πρώτα τη σιωπή
να επιβληθεί.
Κι ύστερα,
θα φωνάξω.
Τη μια μόνη λέξη.

Κι εσύ θα εξαϋλωθείς.
Θα χωθείς στις αρχαίες ρωγμές.
Και θα είσαι παντού.
Είσαι παντού.

Θα γίνεις η κάθαρση που ψάχνεις και δεν έρχεται.
Ούτως ή άλλως δε με ενδιαφέρει η γήινη σου μορφή.
Αυτό που υπηρετώ είναι η ιδέα σου.

Και εκεί,
στο κέντρο του θεάτρου,
θα αφήσω τη ζωή μου να πετάξει.


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ενός Τσιγάρου Φυγή

"Κάνουμε ένα τσιγάρο και πάμε";
Μια από αυτές τις καθημερινές φράσεις.
Ένας από τους κώδικες.

Το σύνθημα ότι άλλη μια συνάντηση τελειώνει.
Μπαίνει στο κουτί των αναμνήσεων.
Και μόλις σβήσει το τσιγάρο, το κουτί σφραγίζεται.

Σήμερα όμως ήταν αλλιώς.
Η φράση άλλαξε.
"Κάνω ένα τσιγάρο και θα φύγω", είπες.

Έμοιαζε να ταιριάζει περισσότερο.
Η πρέπουσα περίληψη.
Πάντα εσύ ήσουν αυτή που έφευγε.
Και εγώ αυτός που μένει.

Χαθήκαμε στις λέξεις.
Όχι στη μετάφραση.
Στην κυριολεξία τους.

Έφευγαν από τα χείλη μας κατά ριπάς.
Συναντιόντουσαν στον αέρα
και πολεμούσαν.
Το αποτέλεσμα της μάχης;
Πάντα αμφίρροπο.

Δε ξέρω να σου πω
εάν οι λέξεις έχουν τη δύναμη να εκφράσουν
την ουσία των πραγμάτων.
Τα αφήνω για τους φιλοσόφους αυτά.

Ξέρω όμως,
πως υπήρξαν κάποιες στιγμές
που τα στόματά μας
δούλευαν υπερωρίες.
Απλήρωτες.

Εκείνες τις στιγμές,
οι λέξεις περίσσευαν.

Ας μείνουμε όμως σε αυτές.
Με μια μικρή διόρθωση.
Μια ελάχιστη, χειρουργική ανάταξη.
Έτσι, για αλλαγή.

Αυτή τη φορά,
"Κάνεις ένα τσιγάρο..."
Και φεύγω.

Τω Αγνώστω Χ

Κρύβομαι. Μέσα στο παιδικό μου καταφύγιο. Κάτω από μαξιλάρια και σκεπάσματα. Το έφτιαξα όταν έφυγες. Μια ύστατη προσπάθεια να σε βρω. Ψάχνω τις αναμνήσεις μου από σένα: Μια τραχιά υφή από σκληρά γένια. Και πάνινες σημαίες. Μόνο αυτό μου άφησες.
Τη φωνή σου δεν την ήξερα. Την όψη σου μόνο από κάτι θολές φωτογραφίες.  

Και ένα επώνυμο. Που με ακολουθούσε παντού. Το άκουγα στο σχολείο. Στο πανεπιστήμιο. Αλλά δεν ταίριαζε με τη ζωή μου. Δεν ήμουν εγώ. Κενό. Άηχο. Απλά γράμματα σε σειρά. Αυτό το άγνωστο «Χ» στην αρχή.   

Και το κενό να μεγαλώνει. Το «Χ» να γίνεται αργά, αλλά σταθερά, ένας σταυρός. Που κάρφωνα τον εαυτό μου. Κάθε φορά που έβλεπα πατεράδες με τους γιούς τους. Να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι καλά. Πως δε με νοιάζει.  

Έπειτα, σε είδα. Καθώς πλησίαζες, έβλεπα τον εαυτό μου να έρχεται να με βρει. Στάθηκες δίπλα μου στην κολώνα. Έτρεμα. Δεν τολμούσα να σε κοιτάξω. Και έφυγες. Έψαξα και σε βρήκα. Δε μπορούσα να υποκρίνομαι άλλο. Και αυτή τη φορά, έμεινες. Όπως ήθελες εσύ, όμως. Δεν προσπάθησες. Για μια ακόμη φορά, μόνο εγώ. Πάντα εγώ. Πάντα μόνος. 

Τελικά, δεν είναι τυχαίο αυτό το γράμμα στην αρχή. Και αν έγινε πάλι από σταυρός, «Χ», τι σημασία έχει; Άγνωστο θα παραμείνει. Μια ακόμη άλυτη εξίσωση. Σαν και αυτές που σιχαινόμουν στα μαθηματικά.

Εμφύλιος

Θα έγραφα.
Για να απαντήσω ποιητικά.

Κι όμως,
Οι λέξεις δε βγαίνουν.

Αρνούνται να καταγραφούν.
Στάζουν αίμα.

Από το μαχαίρι των στίχων σου.
Ένας μικρός λεκτικός εμφύλιος.

Η απάντησή μου ήταν
Μια βόλτα στη βροχή.

Όσο οι τραυματιοφορείς
Θα περιθάλπτουν
Ένα κομμένο άλφα.
Ένα θνήσκον ήττα.

Εγώ θα συνεχίζω να περπατώ.
Καταγράφοντας το προσκλητήριο των νεκρών.

Μπορεί αυτό να είναι η κάθαρση τελικά:
Η ανακομιδή των λέξεων από το πεδίο της μάχης.