Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Αριάδνη

Πυρωμένα ακροδάχτυλα 
Αχνίζουν περασμένους πόθους. 

Τα κρατώ στα γόνατα. 
Ανάποδα. 

Αν με ακουμπήσω
Θα καώ

Σε περιμένω
Να έρθεις. 
Να τα σφυρηλατησεις. 
Στο αμόνι της κοιλιάς σου.

Εκεί, 
Λίγο πιο πάνω από τον αφαλό 
Να τρέξει το λιωμένο μέταλλο 
Και να πληρώσει τη μικρή οπή. 

Ο ατμός γεμίζει το δωμάτιο.
Μια ομίχλη που αντί να κρύβει
Καταυγάζει.

Θολώνει τα τζάμια.
Θα πρέπει να είναι αστυνομικός
Της σήμανσης.

Γιατί αποκαλύπτει παλιά αποτύπωματα στο γυαλί.

Τέσσερις γυάλινες παλάμες. 
Δυο ζευγάρια.

Τις κολλήσαμε εκεί
Κάποια νύχτα
Ορυμαγδού
Ιδρώτα 
Και θερμασμένου δέρματος. 

Θυμάμαι είχα χωθεί στα μαλλιά σου
Εισέπνεα τον άνεμο σου.
Σε μικρές,
Κοφτές δόσεις.
Για να ελαττωθεί
Η τοξικότητα. 

Μετά
Ξάπλωσαμε στο ξύλινο πάτωμα.
Το χάραζες ανέμελα 
Με το χέρι σου. 

Τώρα ξέρω πως προσπαθούσες
Να σκάψεις ένα λαγούμι 
Για να δραπετεύσεις. 

Φεύγοντας
Άφησες πίσω σου ένα μισοξετυλιγμένο κουβάρι
Στο είχε δώσει κάποτε μια Αριάδνη
Γιατί ο Θησέας της δεν το ήθελε. 

Το κρατώ ακόμη. 
Έτσι όπως ήταν. 
Δεν το ξετύλιξα. 
Περιμένω να βρω το μαχαίρι
Για να το κόψω. 

Κάθε βράδυ
Μου λύπης. 
Ναι, καλά διάβασες.
"Λύπης"

Για αυτές τις ανορθογραφίες
Ζούμε
Αναπνέουμε 
Και φεύγουμε.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Διπλή Όψη

Αποκλεισμένος.
Γύρω μου τσιμεντένιες ακτές
Και ασφάλτινη θάλασσα.

Ψηλά, σιδερένια δέντρα
Με ένα ασθενικό φως.
Κίτρινο.
Δεκάδες μικροί, πεθαμένοι ήλιοι.
Που δε σε αφήνουν να ησυχάσεις.

Βοή από κύματα μηχανών
Με προσπερνούν αδιάφορα.
Τρέχουν.
Να προλάβουν.
Τι;

Τις άδειες τους ζωές.
Να γεμίσουν τις ψυχές τους
Με είδωλα.

Κι εγώ εκεί.
Ναυαγισμένος στη νησίδα του δρόμου.

Ανασκάπτω μέσα από τόνους ήχου, καπνού.
Και ραγισμένες πλάκες.

Μόνο συρματόπλεγμα βρίσκω.
Σκουριασμένα μέταλλα.
Και λιωμένο πλαστικό.

Στον τοίχο απέναντι
Κάποιος ψάχνει τη ζωή.
Με κεφαλαίο ή μικρό;
(Τα δεδομένα έγιναν ζητούμενα, σκέφτομαι).

Κοιτώ τη μπογιά και τις λέξεις.
Σαν ένα μπουκάλι με ένα χάρτινο μήνυμα, φτάνει στις ακτές του νησιού μου.

Συνεχίζω να σκάβω.
Ψάχνω την παραλία που κάποτε, κάποιοι, κάπου
Είπαν πως υπάρχει κάτω από την άσφαλτο.

Δεν την βρίσκω.
Βρήκα μόνο ένα πρόσωπο.
Με μικρά, στρογγυλά γυαλάκια.
"Ζεις πιο εύκολα με τα μάτια κλειστά", μου λέει.

Η φωνή του είναι τραχιά.
Σκίζεται από ήχο πολυπαιγμένου βινυλίου.

Μου λέει κάτι για παντοτινά χωράφια με φράουλες.
Τον παραμερίζω.
Δε γουστάρω ουτοπίες.

Σηκώνω το βλέμμα.
Ξανακοιτώ το μήνυμα στον τοίχο.
Επιλέγω να ζω με τα μάτια ανοιχτά.
Και βουρκωμένα.

Καθώς οι εικόνες διαθλώνται στο δάκρυ,
Ο κόσμος μοιάζει ομορφότερος.

Όσο κάποιος θα ψάχνει τη ζωή
(Με κεφαλαίο ή μικρό, λίγη σημασία έχει)
Θα παίζουμε ακόμη στην παράταση.
Για τη συνέχεια της Ανθρωπιάς μας.

Γυρνώ πάλι και κοιτώ το πρόσωπο με τα στρογγυλά γυαλάκια.
Του μιλώ στη γλώσσα του:
"Well, John.
You may say I'm a dreamer.
But I'm not the only one".