Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Πλατειάζοντας.

Όχι. 
Δεν ήταν η πλατεία άδεια. 
Ειχε όλα όσα θα είχε μια πλατεία
Που σέβεται τον εαυτό της:

Περιστέρια, φωνές παιδικές
Κάδους σκουπιδιών 
με περιεχόμενα
μπερδεμένα από χέρια ακλήρων. 

Τρελούς 
που τσακώνονταν για το θεό
Ή τραγουδούσαν
ύμνους για δικτάτορες. 

Όχι. Είχε ζωή. Ήλιο. 
Και βρώμικες πλάκες. 

Άδειος ήμουν εγώ. 
Κοιτούσα την τρύπα του χρόνου
Εκεί στην άκρη. 

Ή το είδωλο μου στα θολά νερά
Του ήσυχου συντριβανιού. 
Ζαρωμένο από τις ριπές του ανέμου. 

Νάρκισσος; Δε θα το έλεγα. 
Περισσότερο Ντόριαν Γκρέυ. 

Μπορεί να έκαψα το προσωπείο
Στη θυμέλη
Καθώς σκάλιζα 
τους πρωτόλειους στίχους μου. 

Αλλά ακόμη δεν τολμώ να με δω
Στον καθρέπτη. 
Φοβάμαι ότι θα ραγίσει. 
Επτά χρόνια γρουσουζιά.